- ειδωλοσκόπιο
- τοσυσκευή από κάτοπτρα που σχηματίζει πέντε είδωλα κάποιου αντικειμένου που είναι συμμετρικά διατεταγμένα, καλειδοσκόπιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειδωλοσκόπιο — το συσκευή από αδιαφανή σωλήνα με κάτοπτρα μέσα του σε τέτοια διάταξη, ώστε μικρά έγχρωμα ασύμμετρα αντικείμενα τοποθετημένα μέσα στο σωλήνα να δημιουργούν συμμετρικά σχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek